- περίψυκτος
- περίψυκτοςvery coldmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίψυκτος — ον, Α [περιψύχω] 1. αυτός που έχει ψυχθεί από παντού, πολύ ψυχρός 2. (για πρόσ.) μτφ. πολυαγαπημένος, παραχαϊδεμένος … Dictionary of Greek
περίψυκτον — περίψυκτος very cold masc/fem acc sg περίψυκτος very cold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιψύκτοις — περίψυκτος very cold masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίψυκτοι — περίψυκτος very cold masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)